absintlikvoraĵo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | absintlikvoraĵo | absintlikvoraĵoj |
αιτιατική | absintlikvoraĵon | absintlikvoraĵojn |
absintlikvoraĵo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | absintlikvoraĵo | absintlikvoraĵoj |
αιτιατική | absintlikvoraĵon | absintlikvoraĵojn |
absintlikvoraĵo (eo)