likvoro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- likvoro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | likvoro | likvoroj |
αιτιατική | likvoron | likvorojn |
likvoro (eo)
- το λικέρ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | likvoro | likvoroj |
αιτιατική | likvoron | likvorojn |
likvoro (eo)