absinto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | absinto | absintoj |
αιτιατική | absinton | absintojn |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαabsinto (eo)
- η αψιθιά
Ίντο (io)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
absinto | absinti |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαabsinto (io)
- η αψιθιά