ενικός         πληθυντικός  
abattant abattants

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

abattant (fr) αρσενικό

  1. τμήμα από έπιπλο ή κάθισμα που μπορεί να ανεβαστεί ή να κατεβαστεί
  2. καπάκι, σκέπασμα
  3. (ιδιωματικό) εργάτης ορυχείου που σκάβει το κοίτασμα