Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
abattant
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
abattant
abattants
Ουσιαστικό
επεξεργασία
abattant
(fr)
αρσενικό
τμήμα από
έπιπλο
ή
κάθισμα
που μπορεί να ανεβαστεί ή να κατεβαστεί
καπάκι
,
σκέπασμα
(
ιδιωματικό
) εργάτης
ορυχείου
που σκάβει το
κοίτασμα