aĉetatesto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĉetatesto | aĉetatestoj |
αιτιατική | aĉetateston | aĉetatestojn |
aĉetatesto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĉetatesto | aĉetatestoj |
αιτιατική | aĉetateston | aĉetatestojn |
aĉetatesto (eo)