LMAO
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Συντομομορφή
επεξεργασία
LMAO (en) αρκτικόλεξο
- (διαδικτυακή αργκό) σκάω στα γέλια, πεθαίνω από το γέλιο κ.λπ.
- (κυριολεκτικά) γελάω τόσο πολύ που μου φεύγει ο πισινός