FOMO
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΣυντομομορφή
επεξεργασίαFOMO (en) αρκτικόλεξο
- (νεολογισμός, αργκό των κοινωνικών δικτύων) ο φόβος, η ανησυχία μήπως χάσει κάποιος πληροφορίες, οι οποίες προσφέρονται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για εξελίξεις και συμβάντα που αφορούν διάφορους τομείς της ζωής (όπως για τεχνολογία, μόδα, εκδηλώσεις, γεγονότα, απόκτηση εμπειριών κ.λπ.)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- FOMO στη Βικιπαίδεια