χάσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαχάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος χάνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χάνω
- θα χάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χάνω
χάσει