EP
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- EP < European Parliament
Συντομομορφή
επεξεργασίαEP (en) αρκτικόλεξο
- (πολιτική) το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασίαΣυντομομορφή
επεξεργασίαEP (en) αρκτικόλεξο