MEP
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
MEP | MEPs |
Ετυμολογία επεξεργασία
MEP < Member of the European Parliament
Συντομομορφή επεξεργασία
MEP (en) αρκτικόλεξο
Δείτε επίσης : mep, mép, мер, мөр |
ενικός | πληθυντικός |
MEP | MEPs |
MEP < Member of the European Parliament
MEP (en) αρκτικόλεξο