Anchises
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Anchises < αρχαία ελληνικά Ἀγχίσης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαAnchises αρσενικό
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | Anchīsēs | |
γενική | Anchīsae | |
δοτική | Anchīsae | |
αιτιατική | Anchīsam, Anchīsēn | |
κλητική | Anchīsā | |
αφαιρετική | Anchīsā, Anchīsē | |