AS
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
ΣυντομομορφήΕπεξεργασία
AS (en) αρκτικόλεξο
- (ηλεκτρονική, τηλεπικοινωνίες) συντομογραφία του analogue signal (αναλογικό σήμα) [1]
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- AS στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ετυμολογία 2Επεξεργασία
- AS < Altostratus
ΣυντομομορφήΕπεξεργασία
AS (en) αρκτικόλεξο
- (μετεωρολογία) το υψίστρωμα[2]
Επεξεργασία
- ↑ «αναλογικό σήμα», «AS» από αναζήτηση «analogue signal» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και την ΕΛΕΤΟ.
- ↑ ΟΜΕΟΔΕΚ (2015). Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ). Αθήνα: Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας.