altostratus
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- altostratus < νεολατινική altostratus (μαρτυρείται από το 1890)[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαaltostratus (en) (πληθυντικός altostrati)
- (μετεωρολογία) το υψίστρωμα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- altostratus < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
altostratus | altostratus |
altostratus (fr) αρσενικό
- (μετεωρολογία) το υψίστρωμα
- ↑ altostratus, στο λεξικό Merriam-Webster