-cratique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
-cratique | -cratiques |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -cratique < αρχαία ελληνική κράτος
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθημα
επεξεργασία-cratique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
-cratique | -cratiques |
-cratique (fr) αρσενικό ή θηλυκό