ενικός         πληθυντικός  
-cratique -cratiques

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-cratique < αρχαία ελληνική κράτος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kʁa.tik/

  Επίθημα

επεξεργασία

-cratique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία