théocratique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /te.ɔ.kʁa.tik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
théocratique | théocratiques |
théocratique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
théocratique | théocratiques |
théocratique (fr) αρσενικό ή θηλυκό