Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ʁis.tɔ.kʁa.tik/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
aristocratique aristocratiques

aristocratique (fr) αρσενικό ή θηλυκό