gérontocratique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
gérontocratique | gérontocratiques |
Επίθετο
επεξεργασίαgérontocratique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (σπάνιο) σχετικός με τη γεροντοκρατία
ενικός | πληθυντικός |
gérontocratique | gérontocratiques |
gérontocratique (fr) αρσενικό ή θηλυκό