Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.ca/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ά‐κια

  Κλιτικός τύπος επιθήματος

επεξεργασία

-άκια

  1. (ουδέτερο) ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του -άκι
    ⮡  όπως τα παιδάκια
  2. (αρσενικό) γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του -άκιας
    ⮡  όπως του εξυπνάκια, τον εξυπνάκια, αχ! εξυπνάκια!