*deyḱ-
Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή γλώσσα (ine-pro)
επεξεργασία(επ)ανασυντεθειμένος υποθετικός τύπος πρωτογλώσσας όπως προκύπτει από την έως τώρα έρευνα της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας - μπροστά από τον τύπο σημειώνεται πάντα ένας αστερίσκος - |
Ρήμα
επεξεργασία*deyḱ-
Παράγωγα
επεξεργασία- *deyḱ-néw- ~ *deyḱ-nú-
- ελληνική ρίζα: *deiknéumi
- *doyḱ-éye-ti
- γερμανική ρίζα: *taikijaną
- *diḱ-é-ti
- *dićáti
- σανσκριτικά दिशति (diśáti)
- *dićáti
- *déyḱ-mn̥ ~ *diḱ-mén-s
- ελληνική ρίζα: *déikmə
- *diḱ-tós