Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥαίω < πιθανόν συγγενές του ῥήγνυμι

ῥαίω

  1. σπάω, θραύω
  2. συντρίβω
  3. προκαλώ ναυάγιο ή (παθητικό) πέφτω θύμα ναυαγίου
    φῆ ποτὲ Φαιήκων ἀνδρῶν ἐυεργέα νῆα ἐκ πομπῆς ἀνιοῦσαν ἐν ἠεροειδέι πόντῳ ῥαισέμεναι (: Κι εἶπε πὼς (ο Ποσειδώνας) κάποιο Φαιακινὸ καλόφτιαστο καράβι, ποὺ θά 'ρθη ἀπὸ προβόδημα στὰ θαμπερὰ πελάγη, θὰ σπάση - Οδύσσεια, Θ ή 8, 569, απόδοση Εφταλιώτη)
  4. καταστρέφω
  5. παθητικό: καταστρέφομαι, σκορπίζομαι, συντρίβομαι, καταβάλλομαι
    τῷ κέ οἱ ἐγκέφαλός γε διὰ σπέος ἄλλυδις ἄλλῃ θεινομένου ῥαίοιτο πρὸς οὔδεϊ (ἐδῶ κι ἐκεῖ θὰ σκόρπαγαν σκασμένα τὰ μυαλά του στὸ σπήλιο χάμου Οδύσ. Ι ή 9, 459, απόδοση Εφταλιώτη)


Αρχικοί Χρόνοι Ενεργητική Φωνή Παθητική Φωνή
Ενεστώτας ῥαίω
Παρατατικός
Μέλλοντας ῥαίσω ῥαίσομαι (παθ. με μορφή μέσου)
Αόριστος ἔρραισα ἐρραίσθην

Συγγενικά

επεξεργασία