ῥαίω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ῥαίω < πιθανόν συγγενές του ῥήγνυμι
Ρήμα
επεξεργασίαῥαίω
- σπάω, θραύω
- συντρίβω
- προκαλώ ναυάγιο ή (παθητικό) πέφτω θύμα ναυαγίου
- φῆ ποτὲ Φαιήκων ἀνδρῶν ἐυεργέα νῆα ἐκ πομπῆς ἀνιοῦσαν ἐν ἠεροειδέι πόντῳ ῥαισέμεναι (: Κι εἶπε πὼς (ο Ποσειδώνας) κάποιο Φαιακινὸ καλόφτιαστο καράβι, ποὺ θά 'ρθη ἀπὸ προβόδημα στὰ θαμπερὰ πελάγη, θὰ σπάση - Οδύσσεια, Θ ή 8, 569, απόδοση Εφταλιώτη)
- καταστρέφω
- παθητικό: καταστρέφομαι, σκορπίζομαι, συντρίβομαι, καταβάλλομαι
- τῷ κέ οἱ ἐγκέφαλός γε διὰ σπέος ἄλλυδις ἄλλῃ θεινομένου ῥαίοιτο πρὸς οὔδεϊ (ἐδῶ κι ἐκεῖ θὰ σκόρπαγαν σκασμένα τὰ μυαλά του στὸ σπήλιο χάμου Οδύσ. Ι ή 9, 459, απόδοση Εφταλιώτη)
Αρχικοί Χρόνοι | Ενεργητική Φωνή | Παθητική Φωνή |
---|---|---|
Ενεστώτας | ῥαίω | |
Παρατατικός | ||
Μέλλοντας | ῥαίσω | ῥαίσομαι (παθ. με μορφή μέσου) |
Αόριστος | ἔρραισα | ἐρραίσθην |
Συγγενικά
επεξεργασία- ῥάσσω και ῥήσσω και ῥήττω
- ῥαιστήρ
- ῥαιστήριος