Δείτε επίσης: υπεκφεύγω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑπεκφεύγω < ὑπ- + ἐκφεύγω (< ἐκ- + φεύγω)

ὑπεκφεύγω

  1. διαφεύγω, δραπετεύω κρυφά
  2. (+ αιτιατική) ξεφεύγω από, γλιτώνω από
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 12 (μ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Σειρῆνας, Σκύλλαν, Χάρυβδιν, βόας Ἡλίου.), στίχ. 446
    οὐ γάρ κεν ὑπέκφυγον αἰπὺν ὄλεθρον.
    αλλιώς δεν γλίτωνα από τον βέβαιο όλεθρο.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 90.5
    τῶν δὲ ἕνδεκα μέν τινες αἵπερ ἡγοῦντο ὑπεκφεύγουσι τὸ κέρας τῶν Πελοποννησίων καὶ τὴν ἐπιστροφὴν ἐς τὴν εὐρυχωρίαν· τὰς δ᾽ ἄλλας ἐπικαταλαβόντες ἐξέωσάν τε πρὸς τὴν γῆν ὑποφευγούσας καὶ διέφθειραν,
    Αλλά τα έντεκα πρώτα αθηναϊκά καράβια κατόρθωσαν να ξεφύγουν και να γυρίσουν στην ανοιχτή θάλασσα, τα υπόλοιπα, όμως, τα πρόλαβαν και, παρά τις προσπάθειές τους να ξεφύγουν, τα ανάγκασαν να ριχτούν στην στεριά. Τους προξένησαν πολλές ζημίες
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 91.1
    αἱ δὲ εἴκοσι νῆες αὐτῶν αἱ ἀπὸ τοῦ δεξιοῦ κέρως ἐδίωκον τὰς ἕνδεκα ναῦς τῶν Ἀθηναίων αἵπερ ὑπεξέφυγον τὴν ἐπιστροφὴν ἐς τὴν εὐρυχωρίαν.
    Τα είκοσι καράβια τους, της δεξιάς πτέρυγας, άρχισαν να καταδιώκουν τα έντεκα καράβια των Αθηναίων που είχαν ξεφύγει στην ανοιχτή θάλασσα.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία