Ετυμολογία

επεξεργασία
ὁμῶς < ὁμός

  Επίρρημα

επεξεργασία

ὁμῶς

  1. εξίσου, παρομοίως, επίσης
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 209 (208-209)
    πρὸ δέ μ᾽ ἧκε θεὰ λευκώλενος Ἥρη | ἄμφω ὁμῶς θυμῷ φιλέουσά τε κηδομένη τε·
    μ᾽ έστειλεν η Ήρα η λευκοχέρα, | που ολόψυχα σας αγαπά παρόμοια και τους δύο·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 372
    πίστεις δ᾽ ἄρα ὁμῶς καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας.
    Γιατί η ευπιστία και η δυσπιστία εξίσου καταστρέφουν τους ανθρώπους.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  Επιγραφή Ρωμαϊκής εποχής, Επιτύμβια επιγραφή από τη Μέμφιδα (Mit Riheina) της Αιγύπτου. Bernand, Inscr. Métr. 48, @epigraphy.packhum.org
    οὐ γὰρ ἅπασιν ὁμῶς θάνατο[ς]
    [β]αρύς, ἀλλ’ ὅτις ἐσθλό<ς>,
    [οὗ]τος καὶ θανάτου κοῦφον
    ἀπέσχε τέλος.
  2. (+ δοτική) με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 535 (533-536)
    Ἦ, καὶ ἀκόντισε δουρὶ θοῶς, βάλε δὲ πρόμον ἄνδρα, | Αἰνείω ἕταρον μεγαθύμου, Δηϊκόωντα | Περγασίδην, ὃν Τρῶες ὁμῶς Πριάμοιο τέκεσσι | τῖον, ἐπεὶ θοὸς ἔσκε μετὰ πρώτοισι μάχεσθαι.
    Είπε και τον Δηικόωντα, τον σύντροφον του Αινεία, | τον Περγασίδην κτύπησε μ᾽ ακόντι στους προμάχους, | που ως του Πριάμου τα παιδιά σέβονταν όλ᾽ οι Τρώες, | ότι εμαχόνταν πρόθυμος στην πρώτην τάξιν πρώτος.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  3. μαζί με
     συνώνυμα: ὁμοῦ

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία