ὀχεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὀχεύς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὀχεύς αρσενικό, γενική: ὀχέως και επικός τύπος : ὀχῆος
- ο ιμάντας που σφίγγει την περικεφαλαία
- ο σύρτης της πόρτας, μάνταλο
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 24 (ω. Σπονδαί.), στίχ. 166 (164-166)
- ἀλλ᾽ ὅτε δή μιν ἔγειρε Διὸς νόος αἰγιόχοιο, | σὺν μὲν Τηλεμάχῳ περικαλλέα τεύχε᾽ ἀείρας | ἐς θάλαμον κατέθηκε καὶ ἐκλήϊσεν ὀχῆας,
- Αλλ᾽ όταν πια τον στήριξε με τη βουλή του ο αιγίοχος Δίας, | τότε, μαζί με τον Τηλέμαχο, ξεσήκωσε τα ωραία όπλα, τ᾽ ασφάλισε | στην πίσω κάμαρη, τραβώντας την αμπάρα της.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ ὅτε δή μιν ἔγειρε Διὸς νόος αἰγιόχοιο, | σὺν μὲν Τηλεμάχῳ περικαλλέα τεύχε᾽ ἀείρας | ἐς θάλαμον κατέθηκε καὶ ἐκλήϊσεν ὀχῆας,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 124 (123-124)
- Ἕκτωρ δὴ παρὰ νηυσὶ βοὴν ἀγαθὸς πολεμίζει | καρτερός, ἔρρηξεν δὲ πύλας καὶ μακρὸν ὀχῆα.»
- Ο ανδρείος Έκτωρ πολεμεί σφοδρώς σιμά στα πλοία | κι ήδη τες πύλες έσπασε και τον μεγάλον σύρτην».
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Ἕκτωρ δὴ παρὰ νηυσὶ βοὴν ἀγαθὸς πολεμίζει | καρτερός, ἔρρηξεν δὲ πύλας καὶ μακρὸν ὀχῆα.»
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 455 (453-456)
- ὣς Ἕκτωρ ἰθὺς σανίδων φέρε λαᾶν ἀείρας, | αἵ ῥα πύλας εἴρυντο πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας, | δικλίδας ὑψηλάς· δοιοὶ δ᾽ ἔντοσθεν ὀχῆες | εἶχον ἐπημοιβοί, μία δὲ κληῒς ἐπαρήρει.
- όμοια τον λίθον σήκωσε κι έφερνε ο μέγας Έκτωρ | προς τα υψηλά θυρόφυλλα σφικτά συναρμοσμένα | οπού από μέσα σταυρωτοί δύο σύρτες θα κρατούσαν | στερεωμένοι με κλειδί·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ὣς Ἕκτωρ ἰθὺς σανίδων φέρε λαᾶν ἀείρας, | αἵ ῥα πύλας εἴρυντο πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας, | δικλίδας ὑψηλάς· δοιοὶ δ᾽ ἔντοσθεν ὀχῆες | εἶχον ἐπημοιβοί, μία δὲ κληῒς ἐπαρήρει.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 24 (ω. Σπονδαί.), στίχ. 166 (164-166)
- λαβή ασπίδας
- άξονας τροχού
- (στον πληθυντικό) πόρπες που συγκρατούν τον ζωστήρα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 20 (Υ. Θεομαχία.), στίχ. 414 (413-415)
- τὸν βάλε μέσσον ἄκοντι ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεὺς | νῶτα παραΐσσοντος, ὅθι ζωστῆρος ὀχῆες | χρύσειοι σύνεχον καὶ διπλόος ἤντετο θώρηξ·
- Εκείνον ο πτερόποδος ακόντισε Πηλείδης | στα νώτα εμπρός του ως έφευγε, της ζώνης όπου οι κόμποι | χρυσοί τον διπλόν θώρακα κλεισμένον εκρατούσαν.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- τὸν βάλε μέσσον ἄκοντι ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεὺς | νῶτα παραΐσσοντος, ὅθι ζωστῆρος ὀχῆες | χρύσειοι σύνεχον καὶ διπλόος ἤντετο θώρηξ·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 20 (Υ. Θεομαχία.), στίχ. 414 (413-415)
Πηγές
επεξεργασία- ὀχεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀχεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.