Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐρίπνη < ἐρείπω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐρίπνη, -ης θηλυκό ιωνικός τύπος του ἐρίπνα

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία