ἐρίπνη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐρίπνη < ἐρείπω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐρίπνη, -ης θηλυκό ιωνικός τύπος του ἐρίπνα
- σπασμένος βράχος, απόκρημνος γκρεμός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 210 (207-210)
- αὐτὰ δ᾽ ἐν χερνῆσι δόμοις | ναίω ψυχὰν τακομένα | δωμάτων φυγὰς πατρίων | οὐρείας ἀν᾽ ἐρίπνας.
- Κι εγώ διωγμένη απ᾽ του γονιού τα σπίτια | μένω στα απόγκρεμνα βουνά σ᾽ ένα καλύβι | με την ψυχή να λιώνει από τη θλίψη.
- Μετάφραση (1988): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr
- αὐτὰ δ᾽ ἐν χερνῆσι δόμοις | ναίω ψυχὰν τακομένα | δωμάτων φυγὰς πατρίων | οὐρείας ἀν᾽ ἐρίπνας.
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 2.434, @scaife.perseus
- δείματι Δικταίης περιώσιον ἄντρον ἐρίπνης.
- ※ 4ος/5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 40.4, @scaife.perseus
- ἕζετο γὰρ κατὰ πόντον ἐπὶ προβλῆτος ἐρίπνης,
- ≈ συνώνυμα: κρημνός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 210 (207-210)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἐρείπω
Πηγές
επεξεργασία- ἐρίπνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐρίπνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.