Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐξεργάζομαι < ἐξ + ἐργάζομαι

ἐξεργάζομαι

  1. καταφέρνω και εξασφαλίζω από εργασία
  2. τελειοποιώ
  3. καταστρέφω, επεξεργάζομαι κάτι κακό
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἑκάβηw, στίχ. 1168 (1168-1169)
    τὸ λοίσθιον δέ, πῆμα πήματος πλέον, | ἐξειργάσαντο δείν᾽·
    Το τελευταίο κακούργημα, το φριχτότερο απ᾽ όλα | ήταν ετούτο:
    Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr