Απαρέμφατο

επεξεργασία

ἐντυγχάνειν

  • απαρέμφατο ενεργητικού ενεστώτα του ἐντυγχάνω
    1. στη σημασία: βρίσκω τυχαία, συναντώ
      ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 5, 463c
      Οὐδαμῶς, ἔφη· παντὶ γὰρ ᾧ ἂν ἐντυγχάνῃ, ἢ ὡς ἀδελφῷ ἢ ὡς ἀδελφῇ ἢ ὡς πατρὶ ἢ ὡς μητρὶ ἢ ὑεῖ ἢ θυγατρὶ ἢ τούτων ἐκγόνοις ἢ προγόνοις νομιεῖ ἐντυγχάνειν.
      Καθόλου· γιατί με τον καθένα που συναντιέται θα νομίζει πως συναντιέται με πατέρα ή μητέρα του, με γιο του ή θυγατέρα ή με πρόγονο ή απόγονο αυτών.
      Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
      ※  4ος/3ος πκε αιώνας Θεόφραστος, Χαρακτῆρες, 25.7
      καὶ αἵματος δὲ ἀνάπλεως ἀπὸ τοῦ ἀλλοτρίου τραύματος ἐντυγχάνειν τοῖς ἐκ τῆς μάχης ἐπανιοῦσι καὶ διηγεῖσθαι ὡς κινδυνεύσας «Ἕνα σέσωκα τῶν φίλων».
      Και γεμάτος αίματα από την ξένη πληγή, συναντά αυτούς που επιστρέφουν από τη μάχη και, σαν τάχα να είχε κινδυνέψει, τους λέει: «Έσωσα έναν από τους φίλους μας».
      Μετάφραση (2008), Σταύρος Γκιργκένης @greek‑language.gr
    2. στη σημασία: συνουσιάζομαι
      ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Σόλων, 20.4
      εἰς τοῦτο δὲ συντελεῖ καὶ τὸ τὴν νύμφην τῷ νυμφίῳ συγκαθείργνυσθαι μήλου κυδωνίου [συγ]κατατραγοῦσαν, καὶ τὸ τρὶς ἑκάστου μηνὸς ἐντυγχάνειν πάντως τῇ ἐπικλήρῳ τὸν λαβόντα.
      Στο ίδιο πράγμα απέβλεπε και το να κλείνονται κάπου μαζί γαμπρός και νύφη, τρώγοντας η τελευταία κυδώνι, καθώς και το να σμίγει ο γαμπρός με την επίκληρη τρεις φορές τον μήνα οπωσδήποτε.
      Μετάφραση (2012): Γιαγκόπουλος, Α.Ι., Ζ.Ε. Μαλαθούνη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. @greek‑language.gr