Δείτε επίσης: άποιος
Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἄποιος τὸ ἄποιον οἱ, αἱ ἄποιοι τὰ ἄποια
Γενική τοῦ, τῆς ἀποίου τοῦ ἀποίου τῶν ἀποίων τῶν ἀποίων
Δοτική τῷ, τῇ ἀποίῳ τῷ ἀποίῳ τοῖς, ταῖς ἀποίοις τοῖς ἀποίοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἄποιον τὸ ἄποιον τοὺς, τὰς ἀποίους τὰ ἄποια
Κλητική ἄποιε ἄποιον ἄποιοι ἄποια
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀποίω
Γενική-Δοτική ἀποίοιν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. ἄποιος < ἀ- + ποιός
  2. ἄποιος < ἀ- + ποιέω/ποιῶ

  Επίθετο

επεξεργασία

ἄποιος, -ος, -ον

  1. άποιος (που δεν έχει ποιότητα ή του λείπει κάποια ιδιότητα ή γεύση)
    ἄποιον ὕδωρ: καθαρό νερό
    Tοῖς δ' ἀθαλάσσοις τῶν οἴνων καὶ τοῖς παρέχουσιν ἱκανωτέραν στύψιν, ἔτι δὲ τῷ Χίῳ καὶ Λεσβίῳ τὰ ἀποιότατα τῶν ὑδάτων εὐθετεῖ. (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 1, 59, 53-55)
  2. αδρανής, ακίνητος, νωθρός
    ἐπεὶ καὶ πᾶν τὸ ποιοῦν δύναμιν ἔχει ποιητικήν· ἄποιον δὲ καὶ ἀδύναμον τὸ σῶμα καθ' αὑτό. (Πρόκλος, Στοιχείωσις Θεολογική, 80, 11)