ἀπρίξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀπρίξ < ἀ- αθροιστικό + πρίω (πριονίζω, κόβω)
Επίρρημα
επεξεργασίαἀπρίξ
- με σφιγμένα τα δόντια, σφιχτά, δυνατά
- ἔρυκε με ἀπρίξ
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 310 (308-310)
- ἐν δ᾽ ἐρειπίοις | νεκρῶν ἐρειφθεὶς ἕζετ᾽ ἀρνείου φόνου, | κόμην ἀπρὶξ ὄνυξι συλλαβὼν χερί.
- και στα σφαχτάρια | πέφτοντας σωριάστη απάνω στον αρνίσιο φόνο, | με τα νύχια τα μαλλιά ξεριζώνοντας.
- Μετάφραση (2000), Τάσος Ρούσσος, @greek‑language.gr
- και στα κουφάρια | των νεκρών πέφτοντας καθόταν στον αρνίσιο φόνο, | αρπάζοντας δυνατά τα μαλλιά με τα νύχια.
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- και στα σφαχτάρια | πέφτοντας σωριάστη απάνω στον αρνίσιο φόνο, | με τα νύχια τα μαλλιά ξεριζώνοντας.
- ἐν δ᾽ ἐρειπίοις | νεκρῶν ἐρειφθεὶς ἕζετ᾽ ἀρνείου φόνου, | κόμην ἀπρὶξ ὄνυξι συλλαβὼν χερί.
Εκφράσεις
επεξεργασία- ἀπρίξ δράξασθαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀπρίξ θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- ἀπρίξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀπρίξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 109