Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀπρίξ < ἀ- αθροιστικό + πρίω (πριονίζω, κόβω)

  Επίρρημα

επεξεργασία

ἀπρίξ

  • με σφιγμένα τα δόντια, σφιχτά, δυνατά
    ἔρυκε με ἀπρίξ
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 310 (308-310)
    ἐν δ᾽ ἐρειπίοις | νεκρῶν ἐρειφθεὶς ἕζετ᾽ ἀρνείου φόνου, | κόμην ἀπρὶξ ὄνυξι συλλαβὼν χερί.
    • και στα σφαχτάρια | πέφτοντας σωριάστη απάνω στον αρνίσιο φόνο, | με τα νύχια τα μαλλιά ξεριζώνοντας.
      Μετάφραση (2000), Τάσος Ρούσσος, @greek‑language.gr
    • και στα κουφάρια | των νεκρών πέφτοντας καθόταν στον αρνίσιο φόνο, | αρπάζοντας δυνατά τα μαλλιά με τα νύχια.
      Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • ἀπρίξ δράξασθαι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀπρίξ θηλυκό