ἀποσταίνω
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀποσταίνω < αρχαία ελληνική ἀφίσταμαι < ἀπό+ ἵστημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stísteh₂- < *steh₂- (ἵστημι)
Ρήμα επεξεργασία
ἀποσταίνω
- κουράζομαι (ψυχικά ή σωματικά)
- προκαλώ σε κάποιον κούραση
- ολοκληρώνω το στήσιμο