Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀπλικεύω, λέξη του 6ου αιώνα < (άμεσο δάνειο) λατινική applicare

  Ρήμα επεξεργασία

ἀπλικεύω, αόριστος: ἐπλίκευσα / ἐπλίκεψα, μετοχή: ἀπλικιμένος

  1. στρατοπεδεύω
  2. οδηγώ
  3. διαμένω
  4. παραμένω
  5. φωλιάζω
  6. φιλοξενώ

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία