ἀπλικεύω
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀπλικεύω, λέξη του 6ου αιώνα < (άμεσο δάνειο) λατινική applicare
Ρήμα επεξεργασία
ἀπλικεύω, αόριστος: ἐπλίκευσα / ἐπλίκεψα, μετοχή: ἀπλικιμένος
Άλλες μορφές επεξεργασία
επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- σελ.362, Τόμος 2 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης). Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ἀπλικεύω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].