Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀπλίκιν < ἀπλικ(εύω) + -ιν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀπλίκιν ουδέτερο

  1. καταυλισμός, στρατόπεδο
     συνώνυμα: ἄπλικτον
  2. διαμονή
  3. κατοικία
  4. έπαυλη

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία