Ετυμολογία

επεξεργασία
πλικεύω < λείπει η ετυμολογία

πλικεύω

  • άλλη μορφή του ἀπλικεύω
    ※  16ος αιώνας, Κυπριακά ερωτικά ποιήματα (1546-1570), ανωνύμου, ποίημα 156, στ. 1, (1-4) @georgakas.lit.auth.gr
    Ὁ Χάρος μὲ τὸν Ἔρωταν εἶχαν πλικέψειν
    εἰς μιὰν μονὴν κ’ ἦτον βραδὺν κ’ εἶχαν πεζέψειν.
    Ἐν τῷ πρωὶ μὴν ξεύροντας τί θέλει γένει
    ἀλλάχτησαν εἰς αὔτου τους ὅλα τὰ βέλη.
    Θέμις Σιαπκαρά-Πιτσιλλίδου (επιμ.), Ο πετραρχισμός στην Κύπρο. Ρίμες αγάπης: από χειρόγραφο του 16ου αιώνα με μεταφορά στην κοινή μας γλώσσα, Τυπογραφείο Γ. Τσιβεριώτη, Αθήνα 1976.