ἀπ' ὄνου καταπεσεῖν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀπʼ ὄνου καταπεσεῖν < → δείτε τις λέξεις ἀπό, ὄνου, ὄνος, καταπίπτω και καταπεσεῖν
Έκφραση
επεξεργασίαἀπʼ ὄνου καταπεσεῖν
- (μεταφορικά) που υφίσταται δυσάρεστες και δυσχερείς καταστάσεις εξαιτίας της δικής του αδεξιότητας
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 1273 (1272-1273)
- ΑΜ. ἵππους γ᾽ ἐλαύνων ἐξέπεσον, νὴ τοὺς θεούς. | ΣΤ. τί δῆτα ληρεῖς ὥσπερ ἀπ᾽ ὄνου καταπεσών;
- ΑΜΥ. Έπεσα απ᾽ άρμα που άλογα τραβούσαν. | ΣΤΡ. Όχι από γάιδαρο; Ώστε τί γκαρίζεις;
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ΑΜΥ. Έπεσα απ᾽ άρμα που άλογα τραβούσαν, μα τους θεούς. | ΣΤΡ. Γιατί λοιπόν γκαρίζεις λες και έπεσες από γάιδαρο;
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- ΑΜ. ἵππους γ᾽ ἐλαύνων ἐξέπεσον, νὴ τοὺς θεούς. | ΣΤ. τί δῆτα ληρεῖς ὥσπερ ἀπ᾽ ὄνου καταπεσών;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 1273 (1272-1273)
Πηγές
επεξεργασία- ὄνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.