ἀντιμαχῶ
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀντιμαχῶ < (ελληνιστική κοινή) ἀντιμαχέω και ἀντιμαχῶ αργότερα ή ίσως παράλληλα < αρχαία ελληνική ἀντίμαχος < ἀντιμάχομαι
Ρήμα
επεξεργασίαἀντιμαχῶ
- πολεμώ, αντιμάχομαι
- τούς Ρωμαίους ἀντιμαχεῖν ἐκ τῶν τοίχων
Συγγενικά
επεξεργασία- ἀντιμάχη και ἀντιμάχησις (η μάχη, η σύρραξη, ο πόλεμος)
- ἀντιμαχία (διαξιφισμός, αντιμαχία με τη σημερινή έννοια)
- ἀντιμάχομαι (πολεμώ, αντιστέκομαι, αντιμάχομαι με τη σημερινή έννοια)
- ἀντίμαχος (ο αντίμαχος, ο αντίπαλος, ο εχθρός)