Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀμφιγνοέω < ἀμφι- + γνοέω (φέρεται ως αιολικός τύπος του νοέω)

  Ρήμα επεξεργασία

ἀμφιγνοέω και συνηρημένο ἀμφιγνοῶ

  1. αμφιβάλλω για την ορθότητα, αμφισβητώ, είμαι αναποφάσιστος, δεν μπορώ να καταλάβω με σιγουριά
    • ἀμφιγνοῶ μέντοι, ὦ Πῶλε, ἐφ᾽ ἑκάστου ὧν λέγεις πότερον αὐτὸς ταῦτα λέγεις καὶ γνώμην σαυτοῦ ἀποφαίνῃ, ἢ ἐμὲ ἐρωτᾷς. : δεν είμαι βέβαιος αν όσα λές αποτελουν δήλωση από πλευράς σου και εκφράζουν τη γνώμη σου ή αν ρωτάς εμένα
    • τήν τε ἱππασίαν ἐθαύμαζον ἐκ τοῦ στρατοπέδου ὁρῶντες καὶ ὅ τι ἐποίουν ἠμφεγνόουν: (οἱ δὲ Ἕλληνες) βλέποντες την ιππηλασίαν των ταύτην εκ του στρατοπέδου των, ηπόρουν και περί των πραττομένων υπ' αυτών αμφέβαλλον (Ξενοφών, Κύρου Ανάβαση, Βιβλίο Β, κεφάλαιο 5, 34, απόδοση Δημ. Αναστασπούλου, έκδοση 1911)
  2. σφάλλω, πλανώμαι
  3. μέσο: δόκιμες μόνον δύο μετοχές, αορίστου και ενεστώτα. Σήμαιναν " περνώ απαρατήρητος", με νομίζουν για κάποιον άλλο, δεν με αντιλαμβάνονται, δεν με αναγνωρίζουν
  • καὶ οἱ ἄλλοι πάντες, εἰ μή τις ἀμφιγνοηθεὶς διέφυγε. : και όλοι οι άλλοι (σκοτώθηκαν), εκτός και αν κάνας-δύο κατάφεραν να διαφύγουν περνώντας απαρατήρητοι / δίχως να τους αναγνωρίσουν (Ξενοφών, Ελληνικών ΣΤ΄, κεφ. 5, 26)
με αμφισβητούν
  • ἀμφιγνοούμενόν ἐστι : τελεί υπό αμφισβήτηση

Σημειώσεις επεξεργασία

  • δόκιμοι μόνον οι τύποι του ενεστώτα, του αορίστου και του μεταγενέστερου μέλλοντα ἀμφιγνοήσω.
  • Το ρήμα έπαιρνε και εσωτερική και εξωτερική αύξηση: παρατατικός ἠμφεγνόουν, αόριστος ἠμφεγνόησα