ἀμφιγνοέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἀμφιγνοέω και συνηρημένο ἀμφιγνοῶ
- αμφιβάλλω για την ορθότητα, αμφισβητώ, είμαι αναποφάσιστος, δεν μπορώ να καταλάβω με σιγουριά
- ἀμφιγνοῶ μέντοι, ὦ Πῶλε, ἐφ᾽ ἑκάστου ὧν λέγεις πότερον αὐτὸς ταῦτα λέγεις καὶ γνώμην σαυτοῦ ἀποφαίνῃ, ἢ ἐμὲ ἐρωτᾷς. : δεν είμαι βέβαιος αν όσα λές αποτελουν δήλωση από πλευράς σου και εκφράζουν τη γνώμη σου ή αν ρωτάς εμένα
- τήν τε ἱππασίαν ἐθαύμαζον ἐκ τοῦ στρατοπέδου ὁρῶντες καὶ ὅ τι ἐποίουν ἠμφεγνόουν: (οἱ δὲ Ἕλληνες) βλέποντες την ιππηλασίαν των ταύτην εκ του στρατοπέδου των, ηπόρουν και περί των πραττομένων υπ' αυτών αμφέβαλλον (Ξενοφών, Κύρου Ανάβαση, Βιβλίο Β, κεφάλαιο 5, 34, απόδοση Δημ. Αναστασπούλου, έκδοση 1911)
- σφάλλω, πλανώμαι
- μέσο: δόκιμες μόνον δύο μετοχές, αορίστου και ενεστώτα. Σήμαιναν " περνώ απαρατήρητος", με νομίζουν για κάποιον άλλο, δεν με αντιλαμβάνονται, δεν με αναγνωρίζουν
- καὶ οἱ ἄλλοι πάντες, εἰ μή τις ἀμφιγνοηθεὶς διέφυγε. : και όλοι οι άλλοι (σκοτώθηκαν), εκτός και αν κάνας-δύο κατάφεραν να διαφύγουν περνώντας απαρατήρητοι / δίχως να τους αναγνωρίσουν (Ξενοφών, Ελληνικών ΣΤ΄, κεφ. 5, 26)
- με αμφισβητούν
- ἀμφιγνοούμενόν ἐστι : τελεί υπό αμφισβήτηση
Σημειώσεις
επεξεργασία- δόκιμοι μόνον οι τύποι του ενεστώτα, του αορίστου και του μεταγενέστερου μέλλοντα ἀμφιγνοήσω.
- Το ρήμα έπαιρνε και εσωτερική και εξωτερική αύξηση: παρατατικός ἠμφεγνόουν, αόριστος ἠμφεγνόησα