Δείτε επίσης: αηδόνι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀηδόνι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀηδόνιον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀηδόνι ουδέτερο (και σήμερα σε χρήση)

  1. (πτηνό) αηδόνι
    ※  16ος/17ος αιώνας Γεώργιος Χορτάτσης, Πανώρια, Πράξη Α', στίχ. 269 (267-270)
    Εἶντα μιλοῦσι τὰ πουλιὰ ξεύρει, σὰν εἶχ’ ἀκούσει,
    ὅντε γυρίζου ἀπεταχτὰ καὶ γλυκοκιλαδοῦσι.
    Γροικᾶ καὶ τοῦ ἀηδονιοῦ γιάντα τὸ ριζικὸ ντου
    κράζει περίσσ’ ἀντίδικο μὲ τὸν κιλαδισμό ντου.
    Εμμανουήλ Κριαράς, Γεωργίου Χορτάτση, Πανώρια. Κριτική έκδοση με εισαγωγή, σχόλια και λεξιλόγιο Εμμανουήλ Κριαρά, Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 76
    ΣτΕ: Ο ποιητής αναφέρεται σ' έναν ηλικιωμένο βοσκό.
  2. (ως προσφώνηση προσφιλούς προσώπου) αηδόνι
    → δείτε παράθεμα στο λήμμα ἀδόνι

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία