Ετυμολογία 1

επεξεργασία
مَلّة < ρίζα م ل ل‎ (m-l-l)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ملة (مَلّة) (ar) (malla) ή ملة (مُلَّة) (ar) (mulla)

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
مِلَّة < αραμαϊκής αρχής, συγγενές με ρίζες σημασίας «συζητάω, συνδιαλέγομαι» Δείτε ملة#Etymology_2 στο αγγλικό Βικιλεξικό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Απόγονοι

επεξεργασία

ملة (milla) (αραβικά)

οθωμανικά τουρκικά: ملت‎ (millet)
τουρκικά: millet
νέα ελληνικά: μιλέτι
  • σελ. 1051Steingass, Francis Joseph (1884) The Student's Arabic–English Dictionary (Λεξικό σπουδαστή αραβικής-αγγλικής γλώσσας), Λονδίνο: W.H. Allen. Στο archive.org