Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
millet millets

  Ουσιαστικό επεξεργασία

millet (fr) αρσενικό



Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

millet < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική ملت (έθνος) < αραβική مِلَّة (milla, ιδεολογία, κοινότητα)[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

millet

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. millet - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν