Ετυμολογία

επεξεργασία
Գաֆեսճյան < επάγγελμα οθωμανική τουρκική قفسجی (kafesci),[1] στην τουρκική γλώσσα kafesçi (κατασκευαστής ή πωλητής κλουβιών, συρμάτινων και μεταλλικών πλεγμάτων, καφασωτών κ.τ.π.)[2] + -յան (-yan)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡɑfest͡ʃˈjɑn/
ΔΦΑ : /kʰɑfesd͡ʒˈjɑn/ (δυτική αρμενική)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Գաֆեսճյան (hy) (Gafesčyan) αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Απόγονοι

επεξεργασία

Գաֆեսճյան (αρμενικά)

αγγλικά: Cafesjian, Kafesjian
γαλλικά: Kafesdjian

Μεταγραφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Βλ. R. Youssouf, Dictionnaire portatif turc-français. De la langue usuelle en caractères latins et turcs (Κωνσταντινούπολη, 1890), σ. 276.
  2. Αναλύεται σε kafes (κλουβί) (→ δείτε και τη λέξη καφάσι) + -çi.
  3. Οχανές-Σαρκίς Αγαμπατιάν (2016), Τα αρμένικα επώνυμα έχουν τη δική τους ιστορία, πρόλογος: Ιωάννης Κ. Χασιώτης. Αθήνα: Εκδόσεις Στοχαστής. ISBN 978-960-303-237-3, σελ. 48.