Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψιλοτρώω < ψιλο- + τρώω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /psi.loˈtɾo.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψι‐λο‐τρώ‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

ψιλοτρώω, πρτ.: ψιλοέτρωγα, αόρ.: ψιλοέφαγα, παθ.φωνή: ψιλοτρώγομαι (Χρειάζεται επεξεργασία)

  1. τρώω λίγο
     συνώνυμα: τσιμπολογάω, τσιμπάω
  2. (μεταφορικά) απασχολώ το μυαλό, τη σκέψη πιέζοντας για κάτι
    Τον ψιλοτρώει η ζήλια, αλλά δεν το παραδέχεται.
  3. (μεταφορικά) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία