τσιμπολογάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσιμπολογάω < τσιμπολογώ < τσιμπώ + -ο- + -λογώ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡sim.bo.loˈɣa.o/
Ρήμα
επεξεργασίατσιμπολογάω
- (οικείο) άλλη μορφή του τσιμπολογώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τσιμπολογάω - τσιμπολογώ | τσιμπολογούσα | θα τσιμπολογάω - τσιμπολογώ | να τσιμπολογάω - τσιμπολογώ | τσιμπολογώντας | |
β' ενικ. | τσιμπολογάς | τσιμπολογούσες | θα τσιμπολογάς | να τσιμπολογάς | τσιμπολόγα - τσιμπολόγαγε | |
γ' ενικ. | τσιμπολογάει - τσιμπολογά | τσιμπολογούσε | θα τσιμπολογάει - τσιμπολογά | να τσιμπολογάει - τσιμπολογά | ||
α' πληθ. | τσιμπολογάμε - τσιμπολογούμε | τσιμπολογούσαμε | θα τσιμπολογάμε - τσιμπολογούμε | να τσιμπολογάμε - τσιμπολογούμε | ||
β' πληθ. | τσιμπολογάτε | τσιμπολογούσατε | θα τσιμπολογάτε | να τσιμπολογάτε | τσιμπολογάτε | |
γ' πληθ. | τσιμπολογάν(ε) - τσιμπολογούν(ε) | τσιμπολογούσαν(ε) | θα τσιμπολογάν(ε) - τσιμπολογούν(ε) | να τσιμπολογάν(ε) - τσιμπολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τσιμπολόγησα | θα τσιμπολογήσω | να τσιμπολογήσω | τσιμπολογήσει | ||
β' ενικ. | τσιμπολόγησες | θα τσιμπολογήσεις | να τσιμπολογήσεις | τσιμπολόγα - τσιμπολόγησε | ||
γ' ενικ. | τσιμπολόγησε | θα τσιμπολογήσει | να τσιμπολογήσει | |||
α' πληθ. | τσιμπολογήσαμε | θα τσιμπολογήσουμε | να τσιμπολογήσουμε | |||
β' πληθ. | τσιμπολογήσατε | θα τσιμπολογήσετε | να τσιμπολογήσετε | τσιμπολογήστε | ||
γ' πληθ. | τσιμπολόγησαν τσιμπολογήσαν(ε) |
θα τσιμπολογήσουν(ε) | να τσιμπολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τσιμπολογήσει | είχα τσιμπολογήσει | θα έχω τσιμπολογήσει | να έχω τσιμπολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις τσιμπολογήσει | είχες τσιμπολογήσει | θα έχεις τσιμπολογήσει | να έχεις τσιμπολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει τσιμπολογήσει | είχε τσιμπολογήσει | θα έχει τσιμπολογήσει | να έχει τσιμπολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τσιμπολογήσει | είχαμε τσιμπολογήσει | θα έχουμε τσιμπολογήσει | να έχουμε τσιμπολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε τσιμπολογήσει | είχατε τσιμπολογήσει | θα έχετε τσιμπολογήσει | να έχετε τσιμπολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τσιμπολογήσει | είχαν τσιμπολογήσει | θα έχουν τσιμπολογήσει | να έχουν τσιμπολογήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσιμπολογάω
|