Ετυμολογία

επεξεργασία
τσιμπολογάω < τσιμπολογώ < τσιμπώ + -ο- + -λογώ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡sim.bo.loˈɣa.o/

τσιμπολογάω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία