ψιλοκουβεντιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψιλοκουβεντιάζω < ψιλοκουβέντ(α) + -ιάζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /psi.lo.ku.venˈdʝa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψι‐λο‐κου‐βε‐ντιά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαψιλοκουβεντιάζω, αόρ.: ψιλοκουβέντιασα (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ψιλοκουβέντα, ψιλός και κουβέντα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψιλοκουβεντιάζω | ψιλοκουβέντιαζα | θα ψιλοκουβεντιάζω | να ψιλοκουβεντιάζω | ψιλοκουβεντιάζοντας | |
β' ενικ. | ψιλοκουβεντιάζεις | ψιλοκουβέντιαζες | θα ψιλοκουβεντιάζεις | να ψιλοκουβεντιάζεις | ψιλοκουβέντιαζε | |
γ' ενικ. | ψιλοκουβεντιάζει | ψιλοκουβέντιαζε | θα ψιλοκουβεντιάζει | να ψιλοκουβεντιάζει | ||
α' πληθ. | ψιλοκουβεντιάζουμε | ψιλοκουβεντιάζαμε | θα ψιλοκουβεντιάζουμε | να ψιλοκουβεντιάζουμε | ||
β' πληθ. | ψιλοκουβεντιάζετε | ψιλοκουβεντιάζατε | θα ψιλοκουβεντιάζετε | να ψιλοκουβεντιάζετε | ψιλοκουβεντιάζετε | |
γ' πληθ. | ψιλοκουβεντιάζουν(ε) | ψιλοκουβέντιαζαν ψιλοκουβεντιάζαν(ε) |
θα ψιλοκουβεντιάζουν(ε) | να ψιλοκουβεντιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψιλοκουβέντιασα | θα ψιλοκουβεντιάσω | να ψιλοκουβεντιάσω | ψιλοκουβεντιάσει | ||
β' ενικ. | ψιλοκουβέντιασες | θα ψιλοκουβεντιάσεις | να ψιλοκουβεντιάσεις | ψιλοκουβέντιασε | ||
γ' ενικ. | ψιλοκουβέντιασε | θα ψιλοκουβεντιάσει | να ψιλοκουβεντιάσει | |||
α' πληθ. | ψιλοκουβεντιάσαμε | θα ψιλοκουβεντιάσουμε | να ψιλοκουβεντιάσουμε | |||
β' πληθ. | ψιλοκουβεντιάσατε | θα ψιλοκουβεντιάσετε | να ψιλοκουβεντιάσετε | ψιλοκουβεντιάστε | ||
γ' πληθ. | ψιλοκουβέντιασαν ψιλοκουβεντιάσαν(ε) |
θα ψιλοκουβεντιάσουν(ε) | να ψιλοκουβεντιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ψιλοκουβεντιάσει | είχα ψιλοκουβεντιάσει | θα έχω ψιλοκουβεντιάσει | να έχω ψιλοκουβεντιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ψιλοκουβεντιάσει | είχες ψιλοκουβεντιάσει | θα έχεις ψιλοκουβεντιάσει | να έχεις ψιλοκουβεντιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ψιλοκουβεντιάσει | είχε ψιλοκουβεντιάσει | θα έχει ψιλοκουβεντιάσει | να έχει ψιλοκουβεντιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ψιλοκουβεντιάσει | είχαμε ψιλοκουβεντιάσει | θα έχουμε ψιλοκουβεντιάσει | να έχουμε ψιλοκουβεντιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ψιλοκουβεντιάσει | είχατε ψιλοκουβεντιάσει | θα έχετε ψιλοκουβεντιάσει | να έχετε ψιλοκουβεντιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ψιλοκουβεντιάσει | είχαν ψιλοκουβεντιάσει | θα έχουν ψιλοκουβεντιάσει | να έχουν ψιλοκουβεντιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψιλοκουβεντιάζω
|