Ετυμολογία

επεξεργασία
ψευτίζω < ψεύτ(ης) + -ίζω

ψευτίζω, αόρ.: ψεύτισα, μτχ.π.π.: ψευτισμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. φτιάχνω κάτι σαν να είναι ψεύτικο, κατώτερης ποιότητας
  2. ευτελίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία