ψευδομαρτυρώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψευδομαρτυρώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψευδομαρτυρῶ, συνηρημένος τύπςο του ψευδομαρτυρέω < ψευδο- + μαρτυρέω
Ρήμα επεξεργασία
ψευδομαρτυρώ, αόρ.: ψευδομαρτύρησα (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις ψεύδομαι και μάρτυρας