Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψευδομαρτυρέω < ψευδομάρτυς

  Ρήμα επεξεργασία

ψευδομαρτυρέω και συνηρημένο ψευδομαρτυρῶ

  1. μαρτυρώ ψευδώς, ψευδομαρτυρώ, ειμαι ψευδομάρτυρας
  2. μέσο συνήθως σύνθετο ως καταψευδομαρτυροῦμαι

Σύνθετα επεξεργασία