ψαθώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαψαθώνω
- γεμίζω κάτι με ψάθα (άλλοτε έβαζαν άχυρα, δηλαδή άπλεχτη ψάθα, και στο στρώμα), σκεπάζω κάτι με το υλικό αυτό, καλύπτω με ψάθα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψαθώνω | ψάθωνα | θα ψαθώνω | να ψαθώνω | ψαθώνοντας | |
β' ενικ. | ψαθώνεις | ψάθωνες | θα ψαθώνεις | να ψαθώνεις | ψάθωνε | |
γ' ενικ. | ψαθώνει | ψάθωνε | θα ψαθώνει | να ψαθώνει | ||
α' πληθ. | ψαθώνουμε | ψαθώναμε | θα ψαθώνουμε | να ψαθώνουμε | ||
β' πληθ. | ψαθώνετε | ψαθώνατε | θα ψαθώνετε | να ψαθώνετε | ψαθώνετε | |
γ' πληθ. | ψαθώνουν(ε) | ψάθωναν ψαθώναν(ε) |
θα ψαθώνουν(ε) | να ψαθώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψάθωσα | θα ψαθώσω | να ψαθώσω | ψαθώσει | ||
β' ενικ. | ψάθωσες | θα ψαθώσεις | να ψαθώσεις | ψάθωσε | ||
γ' ενικ. | ψάθωσε | θα ψαθώσει | να ψαθώσει | |||
α' πληθ. | ψαθώσαμε | θα ψαθώσουμε | να ψαθώσουμε | |||
β' πληθ. | ψαθώσατε | θα ψαθώσετε | να ψαθώσετε | ψαθώστε | ||
γ' πληθ. | ψάθωσαν ψαθώσαν(ε) |
θα ψαθώσουν(ε) | να ψαθώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ψαθώσει | είχα ψαθώσει | θα έχω ψαθώσει | να έχω ψαθώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ψαθώσει | είχες ψαθώσει | θα έχεις ψαθώσει | να έχεις ψαθώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ψαθώσει | είχε ψαθώσει | θα έχει ψαθώσει | να έχει ψαθώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ψαθώσει | είχαμε ψαθώσει | θα έχουμε ψαθώσει | να έχουμε ψαθώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ψαθώσει | είχατε ψαθώσει | θα έχετε ψαθώσει | να έχετε ψαθώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ψαθώσει | είχαν ψαθώσει | θα έχουν ψαθώσει | να έχουν ψαθώσει |
|
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψαθώνω
|