Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψάθωμα τα ψαθώματα
      γενική του ψαθώματος των ψαθωμάτων
    αιτιατική το ψάθωμα τα ψαθώματα
     κλητική ψάθωμα ψαθώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψάθωμα < ψαθώνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψάθωμα ουδέτερο

  • η κάλυψη ή το γέμισμα ενός αντικειμένου με ψάθα ή η δημιουργία ιστού με το ίδιο υλικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία