ψάθωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψάθωμα | τα | ψαθώματα |
γενική | του | ψαθώματος | των | ψαθωμάτων |
αιτιατική | το | ψάθωμα | τα | ψαθώματα |
κλητική | ψάθωμα | ψαθώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψάθωμα < ψαθώνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψάθωμα ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψάθωμα
|