χρωμοδυναμική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χρωμοδυναμική | ||
γενική | της | χρωμοδυναμικής | ||
αιτιατική | τη | χρωμοδυναμική | ||
κλητική | χρωμοδυναμική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χρωμοδυναμική < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρωμοδυναμική θηλυκό
- (φυσική) η κβαντική χρωμοδυναμική, θεωρία που μελετάει την ισχυρή πυρηνική δύναμη
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χρωμοδυναμική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαχρωμοδυναμική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του χρωμοδυναμικός