Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρωματίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος χρωματίζω

  Ρήμα επεξεργασία

χρωματίζομαι

  1. παίρνω χρώμα από βαφή, με ζωγραφίζουν, με βάφουν
    Η στέγη δεν είναι καλά χρωματισμένη ενώ τα ανθρωπάκια και το σκυλάκι τα χρωμάτισες όλα πολύ ωραία
  2. (μεταφορικά) χαρακτηρίζομαι για την πολιτική μου τοποθέτηση

Κλίση επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία