χρωματίζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χρωματίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος χρωματίζω
Ρήμα επεξεργασία
χρωματίζομαι
- παίρνω χρώμα από βαφή, με ζωγραφίζουν, με βάφουν
- Η στέγη δεν είναι καλά χρωματισμένη ενώ τα ανθρωπάκια και το σκυλάκι τα χρωμάτισες όλα πολύ ωραία
- (μεταφορικά) χαρακτηρίζομαι για την πολιτική μου τοποθέτηση
Κλίση επεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χρωματίζομαι | χρωματιζόμουν(α) | θα χρωματίζομαι | να χρωματίζομαι | ||
β' ενικ. | χρωματίζεσαι | χρωματιζόσουν(α) | θα χρωματίζεσαι | να χρωματίζεσαι | (χρωματίζου) | |
γ' ενικ. | χρωματίζεται | χρωματιζόταν(ε) | θα χρωματίζεται | να χρωματίζεται | ||
α' πληθ. | χρωματιζόμαστε | χρωματιζόμαστε χρωματιζόμασταν |
θα χρωματιζόμαστε | να χρωματιζόμαστε | ||
β' πληθ. | χρωματίζεστε | χρωματιζόσαστε χρωματιζόσασταν |
θα χρωματίζεστε | να χρωματίζεστε | (χρωματίζεστε) | |
γ' πληθ. | χρωματίζονται | χρωματίζονταν χρωματιζόντουσαν |
θα χρωματίζονται | να χρωματίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χρωματίστηκα | θα χρωματιστώ | να χρωματιστώ | χρωματιστεί | ||
β' ενικ. | χρωματίστηκες | θα χρωματιστείς | να χρωματιστείς | χρωματίσου | ||
γ' ενικ. | χρωματίστηκε | θα χρωματιστεί | να χρωματιστεί | |||
α' πληθ. | χρωματιστήκαμε | θα χρωματιστούμε | να χρωματιστούμε | |||
β' πληθ. | χρωματιστήκατε | θα χρωματιστείτε | να χρωματιστείτε | χρωματιστείτε | ||
γ' πληθ. | χρωματίστηκαν χρωματιστήκαν(ε) |
θα χρωματιστούν(ε) | να χρωματιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω χρωματιστεί | είχα χρωματιστεί | θα έχω χρωματιστεί | να έχω χρωματιστεί | χρωματισμένος | |
β' ενικ. | έχεις χρωματιστεί | είχες χρωματιστεί | θα έχεις χρωματιστεί | να έχεις χρωματιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει χρωματιστεί | είχε χρωματιστεί | θα έχει χρωματιστεί | να έχει χρωματιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε χρωματιστεί | είχαμε χρωματιστεί | θα έχουμε χρωματιστεί | να έχουμε χρωματιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε χρωματιστεί | είχατε χρωματιστεί | θα έχετε χρωματιστεί | να έχετε χρωματιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν χρωματιστεί | είχαν χρωματιστεί | θα έχουν χρωματιστεί | να έχουν χρωματιστεί |
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χρωματίζομαι
|