Ετυμολογία

επεξεργασία

χρονογραφικά < χρονογραφικός

  Επίρρημα

επεξεργασία

χρονογραφικά

  1. με τρόπο που σχετίζεται με χρονογράφο [1]
  2. με τρόπο που να θυμίζει στη γραφή χρονογράφημα [2]

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

χρονογραφικά

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. χρονογραφικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «χρονογραφία», σημείωση - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)